ἀκατάληπτος

ἀκατάληπτος
ἀκατάληπτος, ον (Aristot. et al.; Jos., Bell. 3, 159) incomprehensible (so Diog. L. 7, 46; 9, 91; Plut., Mor 1056e; Epict., Fgm. 1 Schenkl; EpArist 160; Philo, Spec. Leg. 1, 47, Mut. Nom. 10; Ath. 10:1; τέλος ἀ. Mel., P. 105, 813 [B]) of God’s wisdom σύνεσις 1 Cl 33:3. Simply of God PtK 2 (Ath. 10, 1).—DELG s.v. λαμβάνω. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀκατάληπτος — that cannot be reached masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακατάληπτος — η, ο (Α ἀκατάληπτος, ον) εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να καταλάβει, να κατανοήσει, ο ακατανόητος ή ο πολύ δυσνόητος αρχ. 1. αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να εξουσιάσει, να τόν κυριέψει 2. εκείνος που κανείς δεν μπορεί να τόν πλησιάσει …   Dictionary of Greek

  • ακατάληπτος — η, ο ακατανόητος: Στο παραλήρημά του έλεγε λόγια ακατάληπτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκαταλήπτως — ἀκατάληπτος that cannot be reached adverbial ἀκατάληπτος that cannot be reached masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατάληπτον — ἀκατάληπτος that cannot be reached masc/fem acc sg ἀκατάληπτος that cannot be reached neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταλήπτοις — ἀκατάληπτος that cannot be reached masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταλήπτου — ἀκατάληπτος that cannot be reached masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταλήπτους — ἀκατάληπτος that cannot be reached masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταλήπτων — ἀκατάληπτος that cannot be reached masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταλήπτῳ — ἀκατάληπτος that cannot be reached masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατάληπτα — ἀκατάληπτος that cannot be reached neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”