ἀκατάληπτος — that cannot be reached masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακατάληπτος — η, ο (Α ἀκατάληπτος, ον) εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να καταλάβει, να κατανοήσει, ο ακατανόητος ή ο πολύ δυσνόητος αρχ. 1. αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να εξουσιάσει, να τόν κυριέψει 2. εκείνος που κανείς δεν μπορεί να τόν πλησιάσει … Dictionary of Greek
ακατάληπτος — η, ο ακατανόητος: Στο παραλήρημά του έλεγε λόγια ακατάληπτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκαταλήπτως — ἀκατάληπτος that cannot be reached adverbial ἀκατάληπτος that cannot be reached masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατάληπτον — ἀκατάληπτος that cannot be reached masc/fem acc sg ἀκατάληπτος that cannot be reached neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταλήπτοις — ἀκατάληπτος that cannot be reached masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταλήπτου — ἀκατάληπτος that cannot be reached masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταλήπτους — ἀκατάληπτος that cannot be reached masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταλήπτων — ἀκατάληπτος that cannot be reached masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταλήπτῳ — ἀκατάληπτος that cannot be reached masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατάληπτα — ἀκατάληπτος that cannot be reached neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)